Στη σημερινή χερσόνησο της Πρέβεζας, στη νοτιοδυτική Ήπειρο και σε απόσταση μόλις 6 χλμ. από την πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού, ανεγέρθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο -σε ανάμνηση της Νίκης του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ.- η Νικόπολη.


Στο κέντρο της ρωμαϊκής πόλης, στο χώρο όπου προοριζόταν για τα δημόσια οικοδομήματα, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα -παρά τις λεηλασίες που δέχθηκε κατά καιρούς- μνημεία της Νικόπολης, το ρωμαϊκό Ωδείο. Η πρόσβαση επιτυγχάνεται σήμερα μέσα από τη μνημειακή δυτική κεντρική πύλη των παλαιοχριστιανικών τειχών, τη λεγόμενη «Αραπόπορτα» ή μέσα από δίκτυο στενών αγροτικών δρόμων περιμετρικά του. Πρόκειται για ένα μικρό στεγασμένο θέατρο, με χωρητικότητα 1000 ατόμων, περίπου, που οικοδομήθηκε στα χρόνια του Αυγούστου και επισκευάστηκε στα τέλη του 2ου – αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Προοριζόταν κυρίως για μουσικές και θεατρικές εκδηλώσεις, ομιλίες και συζητήσεις ρητόρων κ.α., ωστόσο πιθανότατα χρησιμοποιούνταν και ως βουλευτήριο, όπως μαρτυρεί και η θέση του κοντά στην αγορά.

Το μνημείο συγκεντρώνει ως ένα βαθμό τα τυπικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων κτιρίων του 1ου αιώνα π.Χ. και κατασκευαστικά ακολουθεί τη λογική των ρωμαϊκών θεάτρων της περιόδου. Εδράζεται εξ ολοκλήρου σε κτιστή υποδομή που δημιουργήθηκε από τρείς επάλληλες στοές και όχι σε φυσικά επικλινή θέση, όπως συνηθίζεται με τα αρχαία ελληνικά θέατρα. Τα βασικά του μέρη αποτελούν η σκηνή, η ημικυκλική ορχήστρα και το κοίλο.

Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν διώροφο και διέθετε επιμελημένη πρόσοψη. Τρείς είσοδοι εξασφάλιζαν την πρόσβαση στο δρόμο βόρεια του Ωδείου. Μπροστά από τη σκηνή ένας στενός διάδρομος 0,90 μ. πλάτος και βάθος 2,82 μ. χρησίμευε πιθανότατα στην ανύψωση της αυλαίας σε κάθε παράσταση και στην αποθήκευση των σκηνικών.

Η ημικυκλική ορχήστρα, καλυμμένη από πολύχρωμα γεωμετρικά μαρμαροθετήματα, φιλοξενούσε κινητά καθίσματα για τους επισήμους. Οι καμαροσκεπείς και πλακοστρωμένες πάροδοι στα αριστερά και στα δεξιά, εξασφάλιζαν την πρόσβαση και διευκόλυναν την κίνηση των θεατών. Μία ακόμη δίοδος, με πλακοστρωμένο δάπεδο και τοίχους επενδυμένους με πλάκες, στο μέσον του κοίλου χρησίμευε στην άμεση επικοινωνία των στοών κάτω από κοίλο με την ορχήστρα.

Το κοίλο, χωρισμένο σε δύο διαζώματα, αποτελούνταν από είκοσι (20) σειρές εδωλίων, επενδυμένων με λευκές πλάκες από ντόπιο ασβεστόλιθο, ενώ η πρόσβαση των θεατών επιτυγχάνονταν από επιμέρους μικρότερες κλίμακες στα πλάγια και στο κέντρο. Μικρά ορθογώνια ανοίγματα, που επικοινωνούσαν με τις στοές που στήριζαν το κοίλο, όπως αυτά που διακρίνονται στη 10η σειρά, ενίσχυαν κατά κάποιο τρόπο την εν γένει ακουστική του μνημείου.

Η ακριβής χρονολόγηση του εν λόγω μνημείου, μοναδικού με τα μέχρι σήμερα δεδομένα για την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, δεν μας είναι με ακρίβεια γνωστή. Αδιάψευστοι μάρτυρες της χρήσης του θα μπορούσαν να αποτελέσουν ωστόσο τα τετρακόσια τρία (403) χάλκινα νομίσματα, χαρακτηριστικά όλων των περιόδων λειτουργίας του νομισματοκοπείου της Νικόπολης, που βρέθηκαν κατά τις εργασίες αποχωμάτωσης του διαδρόμου μπροστά από το σκηνικό οικοδόμημα του Ωδείου, ενισχύοντας την άποψη περί της χρήσης του τουλάχιστον έως και το β΄ μισό του 3ου αιώνα μ.Χ.

Γεώργιος Ρήγινος
Αρχαιολόγος