«Η εκκλησία τού Άη-Βησσάριου, (Αγίου Βησσαρίωνος) βρίσκεται στο χωριό Νέα Φιλιππιάς, προς τ’ ανατολικά της νέας Εθνικής Οδού που πάει απ’ την Άρτα στα Γιάννενα, κι έχει για καμπαναριό της ένα ελεύθερο απόπ αντού πύργο, έργο κάποιου άγνωστου λαϊκού τεχνίτη που τό χτισε δίπλα στην παλιά εκκλησία, σε μια εποχή που δυστυχώς δεν την ξέρουμε … πρόσεξα την ενδιαφέρουσα μορφή του και σκέφτηκα να την μελετήσω… 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι η εισαγωγή κειμένου του αρχιτέκτονα και επιμελητού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου Ιωάννου Κουμανούδη για το καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα Φιλιππιάδας  που δημοσιεύτηκε το 1965 στο περιοδικό ΖΥΓΟΣ.

Δεν βλέπουμε πουθενά να γίνεται λόγος και ούτε με δύο γραμμές να μνημονευτούν οι μαστόροι του καμπαναριού.

Κι όμως το 1965 ήταν εν ζωή και δούλευαν ακόμα τα δύο μαστορόπουλα του έργου. ο Γιώργος Γεωργάκης (1892-1982) και ο Πασχάλης Ζιούνης (1898-1988) παιδιά των πρωτομαστόρων Βασίλη Χρήστου Γεωργάκη (1853-1936) και Γιάννη Βασιλείου Ζιούνη (1875-1917).

«Στα ψηλότερα μέρη του καμπαναριού η κατασκευή
γίνεται πιο επιμελημένη και έντεχνη. Οι διατομές των τόξων
και των κιόνων μικραίνουν. Έτσι, όλο το κτίσμα γίνεται
ανάλαφρο και δαντελένιο και σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που
θαυμάζεις πώς στέκει και δεν το παίρνει ο άνεμος».
Ι.Ν. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ. Περιοδικό ΖΥΓΟΣ 1965 (ΣΕΠΤΕΜ-
ΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ).

 Όσο για το έτος που χτίστηκε το καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα, όλη η Φιλιππιάδα το γνώριζε και το γιόρταζε, γιατί το 1913 ήταν η χρονιά που απελευθερώθηκε η Ήπειρος από τους Τούρκους.

«Οι περισσότεροι από τους παλαιότερους ερευνητές είτε δεν έδωσαν σημασία στα μαστόρικα μπουλούκια, είτε ο φακός της έρευνάς τους αναζητούσε σε αυτά μόνο το γραφικό και ανεκδοτολογικό στοιχείο... Ακόμα και λόγιοι που κατάγονταν από μαστοροχώρια δεν καταδέχονταν να καταπιαστούν με τους χτίστες των χωριών τους,... τους ανθρώπους δηλαδή που δημιούργησαν κάποιες υλικές και πολιτιστικές αξίες...

Κάπως αργά η έρευνα άρχισε να μελετάει τη ζωή και τη δράση των λαϊκών οικοδόμων. Σε αυτό συνετέλεσε και η αντίληψη που διαμορφώθηκε στα πλαίσια των προοδευτικών ιδεών και που καταξιώνει τη χειρωνακτική εργασία στη συνείδηση του λαού».

«Με τα έτη 1912-1913 της απελευθέρωσης της Ηπείρου από την οθωμανική κυριαρχία συνδέεται ένα εκκλησιαστικό έργο: η κατασκευή ενός από τα πιο σημαντικά εάν όχι του σημαντικότερου καμπαναριού στον ηπειρωτικό χώρο, ναι! και από τα πλέον ενδιαφέροντα στην Ελλάδα»

Το καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα στη Φιλιππιάδα είναι έργο συνεργασίας μαστόρων από την Πράμαντα Τζουμέρκων και την Πυρσόγιαννη Κονίτσης.Πραμαντιώτης ο Βασίλης Χρήστου Γεωργάκης  «ο εργολάβος του Κωδωνοστασίου Φιλιππιάδος και Μελετητής του Σχεδίου» όπως γράφει στο οπισθόγραφο  φωτογραφίας του που μου έστειλε στις 21-11-1989 ο γιος του Σωτήρης Γεωργάκης (1906-1994).

Ο αρχιμάστορας Βασίλης Χρ. Γεωργάκης
(1853-1936) από την Πράμαντα.
 
 
«Είναι μια πρωτότυπη, τολμηρή δημιουργία στηριζόμενη στον τύπο του πυργόσχημου τετράγωνης κάτοψης καμπαναριού, τετραώροφου ήτοι με βάση (όχι συμπαγή, αλλά διαμορφωμένη από ημικυκλικά μονότοξα ανοίγματα) και τρεις αεράτους ορόφους (τους λεγόμενους «φανάρια»).
 
Από τους τρεις ορόφους οι δύο χαμηλότεροι εμφανίζονται με δίλοβο άνοιγμα κάτω από ενιαίο ημικυκλικό τόξο, ενώ το τελευταίο «φανάρι» με τις καμπάνες (γι’ αυτό καλούμενος «καμπανοστάτης») έχει τρίλοβο άνοιγμα. Όλα τα γωνιαία στηρίγματα (αυτά στη βάση βαρύτερα και συμπαγέστερα, τα άλλα των τριών ορόφων μονόλιθα, λεπτά, ελαφρότερα, τολμηρά) φέρουν ιωνίζοντα κιονόκρανα με μικρούς έλικες».
 
Πασχάλης Ζιούνης (1898-1988)

Ο Πασχάλης Ζιούνης ήταν 15 χρονών όταν χτίζονταν το καμπαναριό. Διηγείται ότι δούλεψαν τρεις ή δύο Τζουμερκιώτες μαστόροι. Μαζί τους ο πρωτομάστορας Βασίλης Χρ. Γεωργάκης με τον γιό του Γιώργο (1892-1982). 

Πυρσογιαννίτες οι πελεκάνοι Γιάννης Βασ. Ζιούνης (1875-1917) και Ανδρέας Νίτσιος (ίσως 1850-1928) που εργάζονταν εκείνη την περίοδο στην περιοχή (Πρέβεζα-Φιλιππιάδα-Λέλοβα).

Πριν τρία χρόνια, το 1910, οι δυό τους είχαν χτίσει το καμπαναριό  του Αγίου Δημητρίου στη γειτονική Κρανιά Πρεβέζης, όπως πιστοποιεί σχετική επιγραφή που μνημονεύει καιτο όνομα του δημιουργού του (ΔΙΑ.ΧΕΙΡ[ΟΣ]. ΙωΑΝ[ΝΟΥ] ΖΟΥΝ[Η]. 1910 ΙΟΥΝ[ΙΟ]Σ 30.

Είναι γεγονός ότι δεν βιαστήκαμε, όσο έπρεπε να συγκεντρώσουμε και να αξιοποιήσουμε το άγνωστο και πλούσιο αρχειακό υλικό που αναφέρεται στο βίο, τα ταξίδια, την τεχνική και τα έργα των μαστόρων της πέτρας. Αύριο, μια τέτοια προσπάθεια θα είναι δύσκολη,αν όχι και ακατόρθωτος άθλος, γιατί οι δυνατότητες να προσφύγουμε στις πηγές θα έχουνε μειωθεί στο ελάχιστο. Σαν να πούμε στέρεψε η πηγή,πέθαναν οι παλιοί καλοί πετράδες.

Θα επιχειρήσουμε μέσα από διηγήσεις και επιστολές των μαστόρων και συγγενών τους να γνωρίσουμε το έργο κατασκευής του καμπαναριού του Αγίου Βησσαρίωνα και τους χτίστες του. Οι διηγήσεις τους έχουν μεγαλύτερο εννοιολογικό πλούτο από οποιοδήποτε θεωρητικό κείμενο.

Καμπαναριό Κρανιάς

Γιάννενα, Φεβρουάριος 1989
Ο Σωτήρης Γεωργάκης, γιος του πρωτομάστορα Βασίλη Χρ. Γεωργάκη και της Ευαγγελίας Παπαχρήστου  με επιστολή του στο μηνιαίο περιοδικό δελτίο της ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (τεύχος 149, Φεβρουάριος 1989) αναφέρεται στην κατασκευή του καμπαναριού της Φιλιππιάδας.

«Το έτος 1912-13 μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο τής Κοινότητας Φιλιππιάδας εδημοπράτησε την ανέγερση κωδωνοστασίου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Βησσαρίωνος τηςΚοινότητος. 

Υπέβαλε τα σχετικά της Δημοπρασίας (αρχιτεκτονικό προϋπολογισμό) στην τεχνική Υπηρεσία του Μεσολογγίου, όπου υπήγετο, προς έγκρισιν και δημοπράτησιν της
κατασκευής. Μεταξύ των υποβληθεισών 5-6προσφορών ήταν και του πατέρα μου Βασιλείου X. Γεωργάκη εμπειροτέχνου από τα Πράμαντα,προϋπολογισμού 60 ή 65 χρυσά ναπολεόνια.
Τη Μελέτη συνέταξε ο ίδιος.

Επειδή δεν υπήρχαν τότε τσιμέντα και η όλη εργασία θα ήταν λεπτοκαμωμένη, όπως φαίνεται στη φωτογραφία η τετραώροφη κατασκευή, που έπρεπε να αντέχει στους δυνατούς ανέμους και σε σεισμούς ετοίμασε επί του εδάφους τις κολώνες. Έχυσε με μολύβι πύρους σε καλούπια και άνοιξε τρύπες και συνέδεσε άνωκαι κάτω περνώντας τους πύρους στις τρύπες αυτές.

Για την προμήθεια διαφόρων υλικών από ταΓιάννινα, ό πατέρας μου αγόρασε ένα κάρο καιέστελνε τον αδελφό μου (Γιώργο) μ’ αυτό στην πόλη.

Όταν στήθηκε το καμπαναριό της Φιλιππιάδας, η Εκκλησιαστική Επιτροπή δυστροπούσε να εξοφλήσει το λογαριασμό του πατέρα μου γιατί φοβόταν, πως με τα χτυπήματα της καμπάνας θα σωριαζόταν το καμπαναριό στο έδαφος. Και τότε ο πατέρας μου ανέβασε τον αδερφό μου επάνω και τους είπε:
-Εγώ θυσιάζω το παιδί μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη ότι θα μείνει ακλόνητο στη θέση του.
Εσείς χτυπάτε την καμπάνα όσο θέλετε.
Έτσι κι έγινε. Έτσι τέλειωσε η εξόφληση του λογαριασμού».

Νικόλαος Γεωργίου Γεωργάκης και Κώστας Βασιλείου Γεωργάκης

 

Πυρσόγιαννη 8 Σεπτεμβρίου 1979
Διήγηση του μάστορα Δημοσθένη Φλίνδρη (1906-1986) για το καμπαναριό της Φιλιππιάδας

 … Στη Νέα Φιλιππιάδα επί Τουρκίας ο ΓιάννηςΖιούνης έκανε ένα καμπαναριό με μονοκόματες
κολωνίτσες, σκέτο “έπιπλο”. Πωγωνιανή 7 Μαΐου 1986


Διήγηση του μάστορα Πασχάλη Ζιούνη (1898-1988), που δούλεψε στο χτίσιμο του καμπαναριού του Αγίου Βησσαρίωνα.

 Ήμουν μαστορόπουλο τότε το 1912, ήμουν μικρό παιδί. Ο πατέρας μου δούλεψε στο καμπαναριό της Φιλιππιάδας. Εκεί ήμουν. Είχαν κι άλλα δυο σπίτια, παραπέρα, που έφκιαχνε ο πατέρας μου. Είχε βάρκα ο νοικοκύρης που’βγαζε χέλια, ψάρια, τέτοια πράματα, είχε διβάρι.

Και μας έφκιανε ένα φαγητό! Έβανε γύρα-γύρα χέλια, δάφνη, λάδι καλό, δικό του απ’ το χωριόνα μη το βγάζεις απ’ το στόμα. ωραίο πράμα.
Θυμάμαι καλά, καλότατα. Δούλεψα μικρό παιδί· πήγαινα πέρα στη Ριβίνα (Στρεβίνα)έφερνα τ’ αγκωνάρια με τα μουλάρια. Στη Ριβίνα πέρα στο νοσοκομείο που ήταν το ’12. Στη Φιλιππιάδα πέρα λέγεται Ριβίνα, έγινε νοσοκομείο.

Άκου. Εδώ είναι οι κολώνες. Δεν είναι τέχνη μεγάλη οι κολώνες. Έβγαζε κολώνες να πούμε 40 με 40 ή 40 με 30. Ξέρεις πού είναι το πρόβλημα. Έφκιανε κολώνα κι άλλη μία παραπέρα.
Έ, μετά έκανε το τόξο, ένα τόξο, δύο τόξα. Δεν είναι μεγάλη δουλειά αυτή. Κι έπειτα δεν δούλευαν πολλοί μαστόροι εκεί για να αντραλευτούν, ανακατωθούν.

Το σχέδιο τόκαναν οι μαστόροι. Κάναν το σχέδιο πώς θα κάνουν τις πέτρες, πώς θα κάνουν εκείνο και εκείνο. Αυτό πελέκι έχει περισσότερο, δεν έχει πολύ χτίσιμο. Πολύ χτίσιμο δενέχει, αλλά είναι στέρεο.

Στο καμπαναριό της Φιλιππιάδας, ο πατέρας μου ήταν εκεί, ο Αντρέα Νίτσιος και είχε τρεις ή δύο Τζουμερκιώτες από κει. Δεν είχε πολύ δουλειά. Τέχνη έχει πολύ. Κατάλαβες; Τέχνη έχει μεγάλη αφού κουνιέται το καμπαναριό όλο. Έχει πελεκήματα, έχει αυτά. Πέρασες πολλές φορές και το είδες. Αφού σου λέω κουνιέται ολόκληρο, σιέται ολόκληρο αυτό. Αλλά είναι καλοχτισμένο, έχει καλή τέχνη γιατί δεν είχε φόβο ο μάστορας που τό ’φκιαχνε. 

Είχε τη δύναμη στο χέρι του. Κατάλαβες; Όταν λέμε ότι είναι με τέχνη φκιαγμένο, τό ’χει κι όπως χρειάζεται.
Ήταν άξιος, ικανός μάστορας ο πατέρας μ’. Μαστόροι από πάππο προς πάππο. Μερακλής και στο πιοτό, ρουφούσε.

Ταξίδευε για δουλειά στην παλιά Ελλάδα, στη Σπάρτη. Έκανε πολλά χρόνια εδώ στον Καντζά, Λέλοβα, Φιλιπιάδα. Δουλειές καλές. Τα δυο καμπαναριά στη Κρανιά και στη Φιλιπιάδα. Κάναμε μια εκκλησιά του Άη-Μηνά στο Νικολίτσι, άλλη μία στο Λιβιάχοβο στη Λάκκα Σούλι. Και στ΄Αγόρανα (σήμερα Τρίκαστρο) εκκλησιά. Από σπίτια άλλο καλό. Στα Λέλοβα, στη Φιλιπιάδα, πάνω από δέκα σπίτια στους Παπαδάτες.

Το 1917 ο πατέρας μου πήρε μαστόρους και τους έφερε στη Μελίκη, στη Βέροια. Τους είχε πάρει στη Σαλονίκη. Ήταν Πυρσογιαννίτες στη Σαλονίκη, τους πήρε, τους ήφερε εκεί. Είχε κάνει κάνα δυό μαγαζιά πού φκιαχνε εκεί πέρα την εκκλησιά [στη Μελίκη]. Χτίσαμε τον Άη Νικόλα στη Μελίκη και στο Νεόκαστρο. Εκεί στη Μελίκη πελέκησε ένα σταυρό για ένα φίλο του, έναν Κρητικό πού χε σπίτι στην πλατεία. Πέθανε όμως ο πατέρας μ’ πρώτος και ο φίλος του τού βαλε το σταυρό στο μνήμα του. Είναι θαμμένος στον Άη Νικόλα, εκεί που χτίζαμε, στο έργο του. Από τη Μελίκη έφυγα και πήγα στρατιώτης.

 

Γιάννενα 10 Ιουνίου 2016
Διήγηση του Νικολάου Γεωργίου Γεωργάκη(1926-) εγγονού του πρωτομάστορα Βασιλείου Γεωργάκη
«Τα Χριστούγεννα κλείνω τα 90 χρόνια. Είμαι γεννημένος το 1926. Όταν πέθανε ο πάππος μου, ο Βασίλης Γεωργάκης το 1936, ήμουν 10 χρονών παιδί. Τον θυμιέμαι καλά, πολύ καλά.
Ήταν γερός άντρας, έξυπνος και ανήσυχος. Είχε όμως άσχημο τέλος. Αρρώστησε βαριά, βασανίστηκε δύο μήνες. Η μακαρίτ’σα η μάνα μου,καλή της ώρα, τον περιποιήθηκε και με το παραπάνω. Πέθανε φτωχός αυτός ο κολοσός. Όλογελούσε κι έλεγε: καλύτερα να είχα και ένα σπυρί τύχη, παρά ένα καζάνι μυαλό.

Ήταν παντρεμένος με την Ευαγγελία Παπαχρήστου. Έκαναν πέντε παιδιά. τον πατέρα μ΄τον Κώστα (εικ. 9) (1887-1970), το Γιώργο(1892-1982), το Σωτήρη (1906-1994) και τα κορίτσια, Ελένη και Κατερίνα.
Μάστορας καλός, εργολάβος, ξυλογλύπτης απ΄ όλα έπιανε το χέρι του. Όμως το βάρος τό ριξε στην ξυλουργική. Έπαιρνε δουλειές, τέμπλα, δεσποτικά, εικονοστάσια. Όλοι τού διναν συγχαρητήρια. Τού λεγαν, βαρέσατε την τέχνη κατακέφαλα.

Ταξίδευε με άλλους Πραμαντιώτες και τα παιδιά του. Έφταναν μέχρι την Κυπαρισία στην Πελοπόννησο, το Ξηρόμερο, Πρέβεζα, Τρίκαλα,Καλαμπάκα. Και στην Αθήνα πήγε. Πήρε το καράβι από την Πρέβεζα, Πάτρα μέχρι τον Περαία.

Στο χωριό μας την Πράμαντα έκανε τη βρύση του Αράπη. Τον κορόιδεψε ένας βλάχος, ο Ζάχο Μολώνης και έκατσε και πελέκησε το κεφάλι του βλάχου σε αγριοκοτρόνι.
Όταν πήρε το καμπαναριό στη Φιλιππιάδα, το πήρε στη δημοπρασία. Παρουσίασε το σχέδιο στο Μεσολόγγι. Με τα μισά λεφτά πήρε τη δουλειά, μεσοτιμής. Όταν έφτασε το καμπαναριό στη μέση, τα λεφτά που είχαν συμφωνήσει τελείωσαν.

-Ελάτε, λέει στην εκκλησιαστική επιτροπή, μετρείστε το προσωπικό, τα μεροκάματα.
-Γιατί, τούπαν οι επίτροποι, πήρες φτηνή τη δουλειά;
Τον πίστεψαν όμως και τούδωσαν τα λεφτά να τελειώσει τη δουλειά.
Δουλειά καλή. Όλες οι γωνίες κομμένες ευθεία, ευθεία. Σαν να έκοβες τυρί.
Όταν τελείωσε το έργο, ο πάππος μου είπε στην επιτροπή να προσέξουν να μη χτυπάνε ακόμα την καμπάνα.
-Σταματήστε να χτυπάτε την καμπάνα. Να στεγνώσει πρώτα ο ασβέστης. Όχι τώρα που είναι χλωρός.
Θα χτυπάτε την καμπάνα και θα σας ζηλεύουν όλα τα χωριά εδώ γύρω.
Αποτέλεσμα ήταν ότι τού δωσαν και άλλα λεφτά και τελείωσε το καμπαναριό και στο τέλος και άλλα 10 ναπολιόνια για δώρο.
Στη Φιλιππιάδα είχε το γιο του το Γιώργο. Ο πατέρας μου ο Κώστας ήταν στον πόλεμο.
Έκανε οχτώ χρόνια στρατιώτης. Ήταν καλός τε- χνίτης, ξυλογλύπτης. Είχε πάρει καλά πατήματα
από τον πατέρα του. Έκαναν μαζί πολλές δουλειές σε εκκλησιές. Το εικονοστάσι της Αγίας Παρασκευής στην Πράμαντα.

Το δεσποτικό στον Άγιο Γεώργιο στην Άρτα. Και ένα τέμπλο πάλι σε μια εκκλησία στην Άρτα.
Στο χωριό Στάνο του Βάλτου έκαναν το τέμπλο, τον άμβωνα, το δεσποτικό και προσκυνηματαριό.
Ο πατέρας μου συνέχισε τη δουλειά. Είχε και το Γιώργο τον αδελφό του. Τούβγαζε μεροκάματο. Τι νάκανε αδερφό τον είχε. Παιδί του Βασίλη Γεωργάκη ήταν κι αυτός. 

Αλλά ο πατέρας μου ξεχώριζε.

Οι μαστόροι Αποστόλης και Θανάσης Κολοκύθας

Πρέβεζα 2 Δεκεμβρίου 2012

Μια πολύτιμη πληροφορία για την κατασκευή του καμπαναριού της Φιλιππιάδας μας έδωσε ο Γεώργιος Ανδρέου Κολοκύθας (1929-ζει) που κατάγεται από την Καστάνιανη Κονίτσης.

Πρόκειται για άγνωστα, καινούργια στοιχεία που πλουτίζουν την έρευνά μας. Στο καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα εργάστηκαν και άλλοι δύο μαστόροι πελεκάνοι.
Είναι οι Καστανιανίτες Αποστόλης (1868-1925) και Θανάσης Κολοκύθας (1872-1925 περίπου) παιδιά του ακουστού πρωτομάστορα Γιώργη Κολοκύθα που έχτισαν το 1892 το γεφύρι στο δρόμο Καρπενήσι-Προυσός, στη θέση «Διπόταμα». Το γεφύρι πήρε το όνομα του πρωτομάστορα που σκοτώθηκε πέφτοντας από τησκαλωσιά και θάφτηκε εκεί δίπλα.

Τα δύο αδέρφια εργάστηκαν σε όλη την Αιτωλοακαρνανία και στην περιφέρεια Άρτας και Πρέβεζας. Διακρίθηκαν στην κατασκευή γεφυριών (έργα οδοποιίας-τοίχοι αντιστήριξης). Στο Μιχαλίτσι Πρέβεζας έχτισαν τον ναό του ΑγίουΝικολάου και δύο πέτρινα σπίτια των αδελφών Πασιά. Άξιοι μαστόροι έγιναν και τα παιδιά τους Ανδρέας Αποστόλου Κολοκύθας (1908-1991) και Σωκράτης Χρήστου Κολοκύθας (1912-1985). 

Συνεργάστηκαν με τον Καστανιανίτη πρωτομάστορα Δημήτριο Λιόλιο (1873-1940)σε έργα όπως η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Πρεβέζης 1928-31), ο προβλήτας του λιμανιού, το αρχοντικό του Ιωάννη Ζιάκα και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που βομβαρδίστηκε το 1945 από τους Άγγλους.

 

πηγή : Βασίλης Γ. Παπαγεωργίου -Ενημερωτική και Πολιτιστική Έκδοση της Αδελφότητας Δροσοπηγιωτών Δήμου ΚόνιτσαςΤεύχος 23, Αύγουστος 2016

Επιμέλεια : Κώστας Παπαδιώτης