Φωτο αρχείου

Σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι είναι για τους μικρούς επαγγελματίες σε εμπόριο και εστίαση τα μέτρα της κυβέρνησης για τη διαχείριση της πανδημίας, με τα οποία, εκτός όλων των άλλων, τους μετατρέπει σε «χωροφύλακες» μέσα στα καταστήματά τους.

Όσα βιώνουν από το ξέσπασμα της πανδημίας, είναι ένας αγώνας επιβίωσης σε ναρκοθετημένο πεδίο. Όσοι γλίτωσαν από τη βαθιά κρίση και τα λουκέτα τους προηγούμενους μήνες, όσοι βλέπουν σήμερα το εισόδημά τους να εξανεμίζεται από τα τιμολόγια του ρεύματος και την ακρίβεια σε προμήθειες, όσοι έρχονται αντιμέτωποι με τα χρέη των τελευταίων μηνών, τώρα έχουν να αναμετρηθούν με άλλη μια «τρικλοποδιά», συνέπεια των αδιεξόδων που προκαλεί στον λαό η διαχείριση της πανδημίας με κριτήρια κόστους - οφέλους, κόντρα στις λαϊκές ανάγκες.

Το «δεν είμαστε αποδιοπομπαίοι τράγοι», που φωνάζουν από την πρώτη στιγμή, συνδυάζεται με αιτήματα και διεκδικήσεις που αφορούν την επιβίωσή τους, για μέτρα ουσιαστικής στήριξης του εισοδήματός τους, για τα οποία η κυβέρνηση λέει ότι δεν υπάρχει φράγκο, την ίδια στιγμή που μοιράζει 32 δισ. στους ομίλους μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Επίσης, για θωράκιση του δημόσιου συστήματος Υγείας, για μόνιμες προσλήψεις υγειονομικών, μέτρα προστασίας σε μεγάλους χώρους δουλειάς, μέσα μαζικής μεταφοράς, σχολεία.

Πρόκειται για διεκδικήσεις που φέρνουν τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους στο πλάι της εργατικής τάξης, ενισχύουν τον κοινό αγώνα, αφού στοχεύουν στον κοινό αντίπαλο: Την κυβερνητική πολιτική, το κράτος, τους επιχειρηματικούς ομίλους που εκθέτουν όλο τον λαό σε ανυπολόγιστους κινδύνους.

Υπό τον φόβο τσουχτερών προστίμων, ποινών με κλεισίματα καταστημάτων κ.λπ., οι βιοπαλαιστές επαγγελματίες στο εμπόριο και την εστίαση φορτώνονται και τις ευθύνες για τη μετάδοση του ιού, που η ίδια η κυβέρνηση πασχίζει να ξεφορτωθεί. Δηλαδή, ό,τι δεν κατάφερε να κάνει το κράτος, να ελέγξει την υπερμετάδοση της πανδημίας, να προστατεύσει τον λαό από την έκθεση στον ιό, να συγκροτήσει ένα ολοκληρωμένο εμβολιαστικό πρόγραμμα, τώρα το παραπέμπει, από τη μία, στους εργαζόμενους, μέσω της «ατομικής ευθύνης» και, από την άλλη, στους μικρούς καταστηματάρχες, καλώντας τους «να μη συμβάλλουν στη διάδοση του κορονοϊού...».

Είναι σαφές ότι πρόκειται για μέτρα που προσθέτουν περισσότερα προβλήματα στους πιο φτωχούς αυτοαπασχολούμενους, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν λύνουν το πρόβλημα του νέου ανεξέλεγκτου κύματος εξάπλωσης της πανδημίας.

Αλήθεια, φταίει ο ιδιοκτήτης του μικρομάγαζου ή του καφέ της γειτονιάς για τα χιλιάδες κρούσματα καθημερινά; Φταίει ο μικρός επαγγελματίας για την κατάσταση που επικρατεί στα μέσα μαζικής μεταφοράς με τον συνωστισμό; Για το γεγονός ότι οι μεγάλοι χώροι δουλειάς με ευθύνη της εργοδοσίας αποδεικνύονται ξανά εστίες υπερμετάδοσης;

Φταίνε μήπως οι μικροί καταστηματάρχες που από τα νοσοκομεία λείπουν χιλιάδες υγειονομικοί, που οι ΜΕΘ δεν φτάνουν για την ουσιαστική περίθαλψη ασθενών; `Η μήπως φταίνε για το 40% του πληθυσμού που παραμένει ανεμβολίαστο, με ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δεν θέλει και δεν μπορεί να οργανώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εμβολιασμού αλλά μετατρέπει το εμβόλιο από μέσο προστασίας σε εργαλείο διαίρεσης των εργαζομένων και προώθησης νέων αντιλαϊκών ανατροπών;

Δικαιολογημένα λοιπόν όλα τα παραπάνω βρίσκονται στο επίκεντρο των διεκδικήσεων που διατυπώνουν οι μικροί επαγγελματίες με τη σημερινή τους πανελλαδική διαμαρτυρία.

Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να μπορέσουν να πάρουν ανάσα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, στον αντίποδα της μοιρολατρίας, αλλά και του συντεχνιασμού που καλλιεργούν φιλοκυβερνητικές δυνάμεις στο κίνημα των ΕΒΕ οι οποίες ζητούν ξανά «αναστολές εργασίας» για τους εργαζόμενους, πρόστιμα στους καταναλωτές κ.ο.κ.

Ο αγώνας που δίνουν οι μικροί επαγγελματίες, που σήμερα βγαίνουν στους δρόμους σε όλη τη χώρα, είναι δίκαιος. Και μπορεί να αποτελέσει αφορμή για ακόμα πιο αποφασιστική συμπόρευση με τους εργαζόμενους και όλο τον λαό. Για να ανέβει η οργανωμένη λαϊκή απάντηση στο ύψος της επίθεσης που εξαπολύουν τα μονοπώλια και οι κυβερνήσεις τους, για να μπουν στο προσκήνιο οι πραγματικές λαϊκές ανάγκες.